μυόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(6_18)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.
|lstext='''μυόβρωτος''': -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυόβρωτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, [[ποντικοφαγωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντίκι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιχθυό</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόβρωτος Medium diacritics: μυόβρωτος Low diacritics: μυόβρωτος Capitals: ΜΥΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myóbrōtos Transliteration B: myobrōtos Transliteration C: myovrotos Beta Code: muo/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μυόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.

Greek Monolingual

μυόβρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό-βρωτος].