ἀκράδαντος: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
(6_15) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκράδαντος''': -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8. | |lstext='''ἀκράδαντος''': -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconmovible]], [[inamovible]], [[δύναμις]] Ph.1.249, cf. Hsch., Phot.α 832, <i>An.Bachm</i>.1.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Ph.1.598.<br /><b class="num">2</b> [[inalterable]] νόμιμα Ph.2.136, cf. Cyr.Al.M.70.124B, <i>Nest</i>.5.4.<br /><b class="num">3</b> [[no alterado]] σῶμα οἴνῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.22.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inconmoviblemente]] Ph.1.352, Nicom.<i>Harm</i>.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (κραδαίνομαι)
A unshaken, Ph.2.136, etc. Adv. ἀκού-τως 1.352, Nicom.Harm.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράδαντος: -ον, (κραδαίνομαι) ἄσειστος, Φίλων 2. 126, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Νικομ. Ἁρμ. σ. 8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inconmovible, inamovible, δύναμις Ph.1.249, cf. Hsch., Phot.α 832, An.Bachm.1.55
•subst. τὸ ἀ. Ph.1.598.
2 inalterable νόμιμα Ph.2.136, cf. Cyr.Al.M.70.124B, Nest.5.4.
3 no alterado σῶμα οἴνῳ Clem.Al.Paed.2.2.22.
II adv. -ως inconmoviblemente Ph.1.352, Nicom.Harm.4.