γλωττίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλωττίζω''': φιλῶ διὰ τῆς γλώσσης μετ’ ἀσελγείας, ὡς αἱ περιστεραί, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἴδε [[καταγλωττίζω]]. | |lstext='''γλωττίζω''': φιλῶ διὰ τῆς γλώσσης μετ’ ἀσελγείας, ὡς αἱ περιστεραί, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἴδε [[καταγλωττίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[besar lascivamente]] γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει <i>AP</i> 5.129 (Autom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
A kiss lasciviously, bill, AP5.128 (Autom.).
Greek (Liddell-Scott)
γλωττίζω: φιλῶ διὰ τῆς γλώσσης μετ’ ἀσελγείας, ὡς αἱ περιστεραί, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἴδε καταγλωττίζω.
Spanish (DGE)
besar lascivamente γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει AP 5.129 (Autom.).