ξανθοφανής: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(27) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξανθοφανής''': -οῦς, ὁ φαινόμενος [[ξανθός]], [[εἶδος]] πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων. | |lstext='''ξανθοφανής''': -οῦς, ὁ φαινόμενος [[ξανθός]], [[εἶδος]] πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξανθοφανής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[ξανθός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ξανθοφανής]]<br />το ποώδες [[φυτό]] [[σιδηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>φανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 275] ές, = Vorigem, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοφανής: -οῦς, ὁ φαινόμενος ξανθός, εἶδος πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων.
Greek Monolingual
ξανθοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που φαίνεται ξανθός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξανθοφανής
το ποώδες φυτό σιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. χρυσο-φανής].