αἰγίπους: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(6_20)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγίπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.
|lstext='''αἰγίπους''': ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds de chèvre.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πούς.