κλιτύς: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑτύς''': -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· ([[κλίνω]])· ― [[κατωφέρεια]], πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν [[ὑπὲρ]] κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] οὕτω παρ’ Ἀττ.. | |lstext='''κλῑτύς''': -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· ([[κλίνω]])· ― [[κατωφέρεια]], πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν [[ὑπὲρ]] κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] οὕτω παρ’ Ἀττ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύος (ἡ) :<br />pente, penchant, colline.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1455] ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνθία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κλῑτύς: -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· (κλίνω)· ― κατωφέρεια, πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν ὑπὲρ κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ἀττ..
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
pente, penchant, colline.
Étymologie: κλίνω.