ἀντιπεριτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_2)
 
(big3_5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπεριτρέπω''': [[περιτρέπω]] εἰς τὸ [[ἐναντίον]], Ζαχ. Μύτιλ. Διαλ. σ. 192. 2 ἐν τέλει.
|lstext='''ἀντιπεριτρέπω''': [[περιτρέπω]] εἰς τὸ [[ἐναντίον]], Ζαχ. Μύτιλ. Διαλ. σ. 192. 2 ἐν τέλει.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. en v. act. [[oponer a su vez]] ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψω Zach.Mit.<i>Opif</i>.M.85.1088A.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med.-pas. [[volverse contra]] c. dat. ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίας Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1405A.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπεριτρέπω: περιτρέπω εἰς τὸ ἐναντίον, Ζαχ. Μύτιλ. Διαλ. σ. 192. 2 ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. oponer a su vez ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψω Zach.Mit.Opif.M.85.1088A.
2 intr. en v. med.-pas. volverse contra c. dat. ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίας Leont.H.Nest.M.86.1405A.