ἀλάομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλάομαι''': [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. [[ἀλόω]] (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. [[ἠλώμην]], Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. [[ἀλάλημαι]]: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος [[τύπος]]), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις [[δύστηνος]] ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος [[νηλίπους]] τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι [[ἐξόριστος]], ὡς τὸ φεύγειν, [[αὐτόθι]] 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ [[σέθεν]] δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ [[αἴτιος]] ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ [[πεδίον]]... [[οἶος]] ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... [[ἀλόω]] κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. [[πλανάω]] ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ [[νοῦς]] μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.
|lstext='''ἀλάομαι''': [ᾰλ], Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀλόωνται, προστ. [[ἀλόω]] (ἴδε κατωτ.), ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ τὸ πλεῖστον κατὰ συνῃρ. τύπους, ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, παρατ. [[ἠλώμην]], Ἐπ. ἀλᾶτο, μελλ. ἀλήσομαι (ἀπ-), Ἡσιόδ. Ἀσπ. 409 (ἀλλὰ δ. γρ. ἀπαλήσατο): Ἐπ. ἀόρ. ἀλήθην, Ὀδ. Ξ. 120, 362, Δωρ. μετοχὴ ἀλᾱθείς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 870: πρβλ. [[ἀλάλημαι]]: παθ.: (ἄλη). Πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, περιφέρομαι, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ. (ἂν καὶ παρὰ πεζοῖς πλανάομαι ἦτο ὁ κοινότερος [[τύπος]]), οἷά τε ληϊστῆρες..., τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι, Ὀδ. Γ. 73· τις [[δύστηνος]] ἀλώμενος ἐνθάδ’ ἱκάνει, Ζ. 206· μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι, Ἡρόδ. 4. 97· αἰσχρῶς ἀλῶμαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 98· ἄσιτος [[νηλίπους]] τ’ ἀλ., Σοφ. Ο. Κ. 349, ἰδίως πλανῶμαι μακρὰν τῆς πατρίδος, εἶμαι [[ἐξόριστος]], ὡς τὸ φεύγειν, [[αὐτόθι]] 444, Θουκ. 2, 102, Λυσ. 105. 41, Δημ. 440. 21· ἐκ [[σέθεν]] δ’ ἀλώμενος... ἐπαιτῶ, σὺ εἶσαι ὁ καθαυτὸ [[αἴτιος]] ὅτι, Σοφ. Ο. Κ. 1363: ― [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προθ., ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε, Ἰλ. Κ. 141· κὰπ [[πεδίον]]... [[οἶος]] ἀλᾶτο, Ζ. 201· πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε’ ἀλώμενος, Ὀδ. Ο. 492· γῆς ἐπ’ ἐσχάτοις ὄροις, Αἰσχύλ. Πρ. 666· ἐπὶ ξένης χώρας, Σοφ. Τρ. 300· πρβλ. Ἰσοκρ. 76Α· οὕτω νῦν... [[ἀλόω]] κατὰ πόντον, Ὀδ. Ε. 377· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 870· νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 941: [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τύπου, ἀλ. γῆν, πλανῶμαι ἀνὰ τὴν χώραν, Σοφ. Ο. Κ. 1086· πορθμοὺς ἀλ., Εὐρ. Ἑλ. 532· ὤρεα, Θεόκρ. 13, 66· πρβλ. [[πλανάω]] ΙΙ. 2) πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, χάνω ἢ εἶμαι [[ἄνευ]] τινὸς πράγματος, εὐφροσύνας ἀλᾶται, Πινδ. Ο. 1. 94· ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, Εὐρ. Τρῳ. 635. ΙΙ. μεταφ., περιπλανᾶται ὁ [[νοῦς]] μου, εὑρίσκομαι ἐν ἀπορίᾳ, Σοφ. Αἴ. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἠλώμην]], <i>f.</i> inus., <i>ao.</i> [[ἠλήθην]], <i>pf. au sens prés.</i> [[ἀλάλημαι]];<br /><b>1</b> errer çà et là, être errant, vagabond : γῆν SOPH par une terre (lointaine) ; ἀλ. ἔκ τινος SOPH errer banni par qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> avoir l’esprit agité, être perplexe.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
}}
}}