σινάπινος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐνάπῐνος''': [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.
|lstext='''σῐνάπῐνος''': [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br />παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίναπι]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλι</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾱπῐνος Medium diacritics: σινάπινος Low diacritics: σινάπινος Capitals: ΣΙΝΑΠΙΝΟΣ
Transliteration A: sinápinos Transliteration B: sinapinos Transliteration C: sinapinos Beta Code: sina/pinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of mustard, Dsc.1.38, Gal.11.870.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνάπῐνος: [ᾱ], -η, -ον, ὁ ἐκ σινάπεως, Διοσκ. 1. 47, Γαλην.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από σπόρους σιναπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλι-ινος)].