πρωτοκαθεδρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(6_3) |
(35) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτοκαθεδρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἕδρᾳ καθήμενος, Ἐκκλ. | |lstext='''πρωτοκαθεδρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἕδρᾳ καθήμενος, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ<br />ο [[κάτοχος]] της πρωτοκαθεδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωτοκαθεδρία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοκαθεδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἕδρᾳ καθήμενος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
ο κάτοχος της πρωτοκαθεδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκαθεδρία + επίθημα -ίτης].