ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
πρωτοκαθεδρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ ἕδρᾳ καθήμενος, Ἐκκλ.
ο, ΝΜο κάτοχος της πρωτοκαθεδρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτοκαθεδρία + επίθημα -ίτης].