ἀμολγάζει: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(6_4) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμολγάζει''': «μεσημβρίζει» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀμολγάζει''': «μεσημβρίζει» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=μεσημβρίζει Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
μεσημβρίζει, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμολγάζει: «μεσημβρίζει» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
μεσημβρίζει Hsch.