σκέπος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_6)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπος''': -εος, τό, = [[σκέπη]], Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.
|lstext='''σκέπος''': -εος, τό, = [[σκέπη]], Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.
}}
{{grml
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br /> [[σκέπη]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σκέπας]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπας]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκέπος: -εος, τό, = σκέπη, Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].