ὀψίχα: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_7) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψίχα''': Ἐπίρρ., παρὰ Βυζαντ. ἀντὶ ὀψέ, «[[ὀψίχα]]· ὀψέ. Βυζάντιοι» Ἡσύχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 51. | |lstext='''ὀψίχα''': Ἐπίρρ., παρὰ Βυζαντ. ἀντὶ ὀψέ, «[[ὀψίχα]]· ὀψέ. Βυζάντιοι» Ἡσύχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψίχα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀψέ. Βυζάντιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ὀψίχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀψέ</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. [[επίθημα]] -<i>ιχος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>οσσ</i>-<i>ίχος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀψέ, Βυζάντιοι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίχα: Ἐπίρρ., παρὰ Βυζαντ. ἀντὶ ὀψέ, «ὀψίχα· ὀψέ. Βυζάντιοι» Ἡσύχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 51.
Greek Monolingual
ὀψίχα (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀψέ. Βυζάντιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. ενός αμάρτυρου επιθ. ὀψίχος (< ὀψέ + υποκορ. επίθημα -ιχος, πρβλ. οσσ-ίχος)].