ὀδοντοφύησις: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_9) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδοντοφύησις''': ἡ, = [[ὀδοντοφυΐα]], Σωρ. ἔ. Ἑρμ. σ. 115. 177, 178. Εὕρηται δὲ παρὰ τῷ αὐτῷ συγγραφεῖ καὶ τὸ [[ὀδοντοφυΐα]] καὶ τὸ [[ὀδοντίασις]]. | |lstext='''ὀδοντοφύησις''': ἡ, = [[ὀδοντοφυΐα]], Σωρ. ἔ. Ἑρμ. σ. 115. 177, 178. Εὕρηται δὲ παρὰ τῷ αὐτῷ συγγραφεῖ καὶ τὸ [[ὀδοντοφυΐα]] καὶ τὸ [[ὀδοντίασις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀδοντοφύησις]], ἡ (Α) [[οδοντοφυώ]]<br />η [[οδοντοφυΐα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, = sq., Sor.1.78.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντοφύησις: ἡ, = ὀδοντοφυΐα, Σωρ. ἔ. Ἑρμ. σ. 115. 177, 178. Εὕρηται δὲ παρὰ τῷ αὐτῷ συγγραφεῖ καὶ τὸ ὀδοντοφυΐα καὶ τὸ ὀδοντίασις.
Greek Monolingual
ὀδοντοφύησις, ἡ (Α) οδοντοφυώ
η οδοντοφυΐα.