μειρακικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_10)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειρᾰκικός''': -ή, -όν, [[νεανικός]], Ἀνεκδ. Villoison. 2. 83.
|lstext='''μειρᾰκικός''': -ή, -όν, [[νεανικός]], Ἀνεκδ. Villoison. 2. 83.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειρακικός]], -ή, -όν (Α) [[μείραξ]]<br />ο [[νεανικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 116] knabenhaft, Lob. Phryn. 213.

Greek (Liddell-Scott)

μειρᾰκικός: -ή, -όν, νεανικός, Ἀνεκδ. Villoison. 2. 83.

Greek Monolingual

μειρακικός, -ή, -όν (Α) μείραξ
ο νεανικός.