Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορεστικός: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(6_10)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορεστικός''': -ή, -όν, «[[χορταστικός]]». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, [[μέχρι]] κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049
|lstext='''κορεστικός''': -ή, -όν, «[[χορταστικός]]». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, [[μέχρι]] κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κορεστικός]], -ή, -όν) [[κορέννυμι]]<br />αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, [[χορταστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορεστικώς</i> (Α [[κορεστικῶς]])<br />χορταστικά, άφθονα.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κορεστικός: -ή, -όν, «χορταστικός». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, μέχρι κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κορεστικός, -ή, -όν) κορέννυμι
αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός.
επίρρ...
κορεστικώςκορεστικῶς)
χορταστικά, άφθονα.