κνιστός: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνιστός''': -ή, -όν, πρβλ. [[κνηστός]].
|lstext='''κνιστός''': -ή, -όν, πρβλ. [[κνηστός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κνιστός]], -ή, -όν (Α)<br />(εσφ. γρφ.) [[κνηστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. γρφ. του [[κνηστός]]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνιστός Medium diacritics: κνιστός Low diacritics: κνιστός Capitals: ΚΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: knistós Transliteration B: knistos Transliteration C: knistos Beta Code: knisto/s

English (LSJ)

ή, όν, v.κνηστός.

Greek (Liddell-Scott)

κνιστός: -ή, -όν, πρβλ. κνηστός.

Greek Monolingual

κνιστός, -ή, -όν (Α)
(εσφ. γρφ.) κνηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κνηστός].