παλίντριψ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(6_12)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίντριψ''': ῐβος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., γλωσσ.
|lstext='''πᾰλίντριψ''': ῐβος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίντριψ]], -ιβος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[παλιντριβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεδό</i>-<i>τριψ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 451] ιβος, = Vorigem (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντριψ: ῐβος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίντριψ, -ιβος, ὁ, ἡ (Α)
παλιντριβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό-τριψ].