Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύρρευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(6_11)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύρρευσις''': ἡ, τὸ συρρέειν, [[συρροή]], τὸ [[ὁμοῦ]] χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται [[σύρρυσις]] παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.
|lstext='''σύρρευσις''': ἡ, τὸ συρρέειν, [[συρροή]], τὸ [[ὁμοῦ]] χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται [[σύρρυσις]] παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, και [[σύρρυσις]], -ύσεως, ἡ, Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («[[ὅπου]] ἄν [[σύρρευσις]] γένηται ὕδατος», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρρευσις Medium diacritics: σύρρευσις Low diacritics: σύρρευσις Capitals: ΣΥΡΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: sýrreusis Transliteration B: syrreusis Transliteration C: syrrefsis Beta Code: su/rreusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A flowing together, conflux, Arist.HA551b28, Corn. ND30; the form σύρρῠσις in Plb.9.43.5, D.S.1.39, D.H.Comp.16, etc.

Greek (Liddell-Scott)

σύρρευσις: ἡ, τὸ συρρέειν, συρροή, τὸ ὁμοῦ χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται σύρρυσις παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.

Greek Monolingual

-εύσεως, και σύρρυσις, -ύσεως, ἡ, Α συρρέω
συρροήὅπου ἄν σύρρευσις γένηται ὕδατος», Αριστοτ.).