3,244,472
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω. Ἀττ. -[[κρεμῶ]]: ἀφίνω τι νὰ κλίνῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς κρεμάμενον, αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν (ἐπὶ θνήσκοντος πτηνοῦ), ἐκρέμασε τὸν λαιμόν του, Ἰλ. Ψ. 879· χορδὰν πλᾶκτρον ἀπεκρέμασε, τὸ [[πλῆκτρον]] ἔθραυσε τὴν χορδὴν καὶ τὴν ἔκαμε νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀνθ. Π. 9. 584: - Παθ. = [[ἀποκρέμαμαι]], Ἀριστ. Προβλ. 27. 6. ΙΙ. ἀναρτῶ, [[κρεμῶ]], τὸν φαρετρεῶνα Ἡρόδ. 1. 216: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 1., 9. 37, 2· ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1. | |lstext='''ἀποκρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω. Ἀττ. -[[κρεμῶ]]: ἀφίνω τι νὰ κλίνῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς κρεμάμενον, αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν (ἐπὶ θνήσκοντος πτηνοῦ), ἐκρέμασε τὸν λαιμόν του, Ἰλ. Ψ. 879· χορδὰν πλᾶκτρον ἀπεκρέμασε, τὸ [[πλῆκτρον]] ἔθραυσε τὴν χορδὴν καὶ τὴν ἔκαμε νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀνθ. Π. 9. 584: - Παθ. = [[ἀποκρέμαμαι]], Ἀριστ. Προβλ. 27. 6. ΙΙ. ἀναρτῶ, [[κρεμῶ]], τὸν φαρετρεῶνα Ἡρόδ. 1. 216: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 1., 9. 37, 2· ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποκρεμάσω, <i>att.</i> ἀποκρεμῶ, <i>ao.</i> ἀπεκρέμασα;<br /><b>1</b> laisser pendre : αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν IL il laissa retomber son cou <i>en parl. d’un oiseau mourant</i>;<br /><b>2</b> suspendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |