Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω. Ἀττ. -[[κρεμῶ]]: ἀφίνω τι νὰ κλίνῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς κρεμάμενον, αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν (ἐπὶ θνήσκοντος πτηνοῦ), ἐκρέμασε τὸν λαιμόν του, Ἰλ. Ψ. 879· χορδὰν πλᾶκτρον ἀπεκρέμασε, τὸ [[πλῆκτρον]] ἔθραυσε τὴν χορδὴν καὶ τὴν ἔκαμε νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀνθ. Π. 9. 584: - Παθ. = [[ἀποκρέμαμαι]], Ἀριστ. Προβλ. 27. 6. ΙΙ. ἀναρτῶ, [[κρεμῶ]], τὸν φαρετρεῶνα Ἡρόδ. 1. 216: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 1., 9. 37, 2· ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1.
|lstext='''ἀποκρεμάννυμι''': μέλλ. -κρεμάσω. Ἀττ. -[[κρεμῶ]]: ἀφίνω τι νὰ κλίνῃ πρὸς τὰ [[κάτω]] ὡς κρεμάμενον, αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν (ἐπὶ θνήσκοντος πτηνοῦ), ἐκρέμασε τὸν λαιμόν του, Ἰλ. Ψ. 879· χορδὰν πλᾶκτρον ἀπεκρέμασε, τὸ [[πλῆκτρον]] ἔθραυσε τὴν χορδὴν καὶ τὴν ἔκαμε νὰ κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀνθ. Π. 9. 584: - Παθ. = [[ἀποκρέμαμαι]], Ἀριστ. Προβλ. 27. 6. ΙΙ. ἀναρτῶ, [[κρεμῶ]], τὸν φαρετρεῶνα Ἡρόδ. 1. 216: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 1., 9. 37, 2· ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποκρεμάσω, <i>att.</i> ἀποκρεμῶ, <i>ao.</i> ἀπεκρέμασα;<br /><b>1</b> laisser pendre : αὐχέν’ ἀπεκρέμασεν IL il laissa retomber son cou <i>en parl. d’un oiseau mourant</i>;<br /><b>2</b> suspendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}