παντοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_14)
 
(30)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοφύλαξ''': ὁ [[θεός]], ὁ τὰ πάντα φυλάσσων, Θ. Λάσκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.
|lstext='''παντοφύλαξ''': ὁ [[θεός]], ὁ τὰ πάντα φυλάσσων, Θ. Λάσκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Μ<br />(για τον Θεό) αυτός που φυλάει τα [[πάντα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παντοφύλαξ: ὁ θεός, ὁ τὰ πάντα φυλάσσων, Θ. Λάσκ. σ. 770, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
(για τον Θεό) αυτός που φυλάει τα πάντα.