δαιμονόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_14)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονόληπτος''': ὁ, =[[δαιμονιόληπτος]] καὶ δαιμονοληψία, Ἐκκλ.
|lstext='''δαιμονόληπτος''': ὁ, =[[δαιμονιόληπτος]] καὶ δαιμονοληψία, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[δαιμονόληπτος]], -ον)<br />ο [[δαιμονιόληπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαίμων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονόληπτος: ὁ, =δαιμονιόληπτος καὶ δαιμονοληψία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ δαιμονόληπτος, -ον)
ο δαιμονιόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -ληπτος < λαμβάνω.