τριώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_15)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριώρῠγος''': -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἀττικ. [[τύπος]] ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. [[διώρυγος]], [[πεντώρυγος]].
|lstext='''τριώρῠγος''': -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἀττικ. [[τύπος]] ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. [[διώρυγος]], [[πεντώρυγος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de trois brasses.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὀρύσσω]], [[ὄργυια]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.