φιλεπίδημος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_17)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλεπίδημος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ διαμένῃ ἔν τινι τόπῳ, ἐπιδημικός, τοῖς Μήδοις φιλεπίδημον ἦν τὸ κακὸν Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 56Α (104, 17, ἔκδ. Βόννης), κλπ.
|lstext='''φῐλεπίδημος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ διαμένῃ ἔν τινι τόπῳ, ἐπιδημικός, τοῖς Μήδοις φιλεπίδημον ἦν τὸ κακὸν Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 56Α (104, 17, ἔκδ. Βόννης), κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που του αρέσει να μένει σε έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπίδημος]] «αυτός που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεπίδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ διαμένῃ ἔν τινι τόπῳ, ἐπιδημικός, τοῖς Μήδοις φιλεπίδημον ἦν τὸ κακὸν Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 56Α (104, 17, ἔκδ. Βόννης), κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐπίδημος «αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο»].