μίξιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_17)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίξιμος''': -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον» Σουΐδ.
|lstext='''μίξιμος''': -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίξιμος]], -ον (Α)<br />αναμεμιγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίξιμος Medium diacritics: μίξιμος Low diacritics: μίξιμος Capitals: ΜΙΞΙΜΟΣ
Transliteration A: míximos Transliteration B: miximos Transliteration C: miksimos Beta Code: mi/cimos

English (LSJ)

ον,

   A alloyed, Id. s.v. ὑπόχαλκον.

Greek (Liddell-Scott)

μίξιμος: -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

μίξιμος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -ιμος].