πρωτόθυτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόθυτος''': -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329. | |lstext='''πρωτόθυτος''': -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που θυσιάστηκε [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> «[[θυσιάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βού</i>-<i>θυτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on πρωτόσφακτος, Sch.Lyc.329.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόθυτος: -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που θυσιάστηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βού-θυτος].