διαμαχητέον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_20)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμᾰχητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.
|lstext='''διαμᾰχητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[διαμαχετέον]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰχητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.

Spanish (DGE)

v. διαμαχετέον.