προσθετέον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσθετέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[προστίθημι]], δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· [[οὐκοῦν]], ἔφη, καὶ [[ὅταν]] ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ [[προσθετέον]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2. | |lstext='''προσθετέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[προστίθημι]], δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· [[οὐκοῦν]], ἔφη, καὶ [[ὅταν]] ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ [[προσθετέον]]; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσθετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, <i>τινίτι</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must add, Pl.Smp.206a, Arist.EN1101a16. II one must assign, τινί τι X.Mem.2.1.2. III one must apply, Orib. Fr.1, Aët.16.73, Paul.Aeg.3.66.
Greek (Liddell-Scott)
προσθετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ προστίθημι, δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· οὐκοῦν, ἔφη, καὶ ὅταν ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ προσθετέον; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2.
Greek Monotonic
προσθετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.