τρῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(6_21)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῦμα''': τό, ([[τρύω]]) = [[τρύμη]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = [[πόνος]], Θεογνώστ. Καν. 24. 22.
|lstext='''τρῦμα''': τό, ([[τρύω]]) = [[τρύμη]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = [[πόνος]], Θεογνώστ. Καν. 24. 22.
}}
{{grml
|mltxt=το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ [[τρύω]]<br />οπή που έχει προκύψει από [[τριβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[δρύπη]] της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το [[ενδοκάρπιο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[πόνος]]».
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦμα Medium diacritics: τρῦμα Low diacritics: τρύμα Capitals: ΤΡΥΜΑ
Transliteration A: trŷma Transliteration B: tryma Transliteration C: tryma Beta Code: tru=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447.    II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.

Greek Monolingual

το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».