κηλίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(6_21)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλίδωμα''': τό, κηλίς, Ἰόβιος ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 188. 31.
|lstext='''κηλίδωμα''': τό, κηλίς, Ἰόβιος ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 188. 31.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κηλίδωμα]]) [[κηλιδώ]]<br />[[ρύπανση]], [[λέκιασμα]], [[λέρωμα]], [[κηλίδα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1431] τό, der Flecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κηλίδωμα: τό, κηλίς, Ἰόβιος ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 188. 31.

Greek Monolingual

το (Α κηλίδωμα) κηλιδώ
ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα.