λαχανίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_22)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰχᾰνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λάχανον]], Ἡσύχ.
|lstext='''λᾰχᾰνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λάχανον]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαχανίδιον]], τὸ (Α) [[λάχανον]]<br />μικρό [[λάχανο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 19] τό, dim. von λάχανον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάχανον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαχανίδιον, τὸ (Α) λάχανον
μικρό λάχανο.