λαχανίδιον

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

German (Pape)

[Seite 19] τό, dim. von λάχανον, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάχανον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαχανίδιον, τὸ (Α) λάχανον
μικρό λάχανο.