παυσίπονος: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui met fin aux peines, aux douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui met fin aux peines, aux douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[πόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίπονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παυσίπονα</i><br />(ενν. <i>φάρμακα</i>) [[ομάδα]] φαρμάκων τα οποία μειώνουν το [[αίσθημα]] του πόνου και τών οποίων η χημική [[σύσταση]] και η [[δράση]] [[είναι]] ποικίλη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
}}