Anonymous

παυσίπονος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίπονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παυσίπονα</i><br />(ενν. <i>φάρμακα</i>) [[ομάδα]] φαρμάκων τα οποία μειώνουν το [[αίσθημα]] του πόνου και τών οποίων η χημική [[σύσταση]] και η [[δράση]] [[είναι]] ποικίλη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίπονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παυσίπονα</i><br />(ενν. <i>φάρμακα</i>) [[ομάδα]] φαρμάκων τα οποία μειώνουν το [[αίσθημα]] του πόνου και τών οποίων η χημική [[σύσταση]] και η [[δράση]] [[είναι]] ποικίλη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο, τον κάματο («βότρυος ἕλικα παυσίπονον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παυσίπονος:''' -ον, αυτός που καταπαύει, που κατευνάζει τον πόνο, με γεν., σε Ευρ.
}}
}}