ἄμβασις: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Bailly1_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀνάβασις]].
|btext=v. [[ἀνάβασις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμβᾰσις:''' [[ἀμβάτης]][ᾰ], ἀμβᾰτός, ποιητ. αντί [[ἀνάβασις]], [[ἀναβάτης]], [[ἀναβατός]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἄμβᾱσις: ἀμβάτης, ἄμβατος, ἀμβλήδην, ποιτ. ἀντὶ ἀναβ-: ἀμβᾶτε, Δωρ. ἀντὶ ἀναβῆτε.

French (Bailly abrégé)

v. ἀνάβασις.

Greek Monotonic

ἄμβᾰσις: ἀμβάτης[ᾰ], ἀμβᾰτός, ποιητ. αντί ἀνάβασις, ἀναβάτης, ἀναβατός.