ἀμβλήδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv., poet. for ἀναβλήδην (q.v.):—with sudden bursts, ἀμβλήδην γοόωσα Il.22.476.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναβλήδην.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλήδην: [ἀναβάλλομαι] adv. внезапно, сразу: ἀμβλήδην γοόωσα Hom. разразившись рыданиями.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλήδην: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναβλήδην, ὅπερ δέν ἀπαντᾷ: (ἀναβάλλομαι): - μετὰ αἰφνιδίων ἐκρήξεων, ἀθρόως, ἀμβλ. γόοωσα, Ἰλ. Χ. 476: πρβλ. ἀμβολάδην. ΙΙ. βραδέως, Ἄρατ. 1070.
English (Autenrieth)
(ἀναβάλλω): adv., with deep-fetched breath (= ἀμβολάδην), deeply, γοόωσα, Il. 22.476†. According to others, as prelude (ἀναβάλλομαι), at first.
Greek Monotonic
ἀμβλήδην: επίρρ. ποιητ. αντί ἀναβλήδην (ἀναβάλλομαι), με αιφνίδιες εκρήξεις, ἀμβλ. γοόωσα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
poet. for ἀναβλήδην; ἀναβάλλομαι]
with sudden bursts, ἀμβλ. γοόωσα Il.