νεβρώδης: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />vêtu d’une peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />vêtu d’une peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεβρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεβρός]]<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί [[δέρμα]] νεβρού.
}}
}}