νεβρώδης
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
νεβρῶδες, fawn-like, of Dionysus, AP9.524.14.
German (Pape)
[Seite 235] ες, von der Art od. Gestalt eines Hirschkalbes. Auch Bacchus heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 14), ekwa der die Hirschkälber liebt.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
vêtu d'une peau de faon.
Étymologie: νεβρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
νεβρώδης: подобный оленю, т. е. одетый в оленью шкуру (Βάκχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεβρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νεβρόν, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14.
Greek Monolingual
νεβρώδης, -ῶδες (Α) νεβρός
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί δέρμα νεβρού.
Greek Monotonic
νεβρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.