Anonymous

νεβρώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεβρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεβρός]]<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί [[δέρμα]] νεβρού.
|mltxt=[[νεβρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεβρός]]<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που μοιάζει με νεβρό, που φορεί [[δέρμα]] νεβρού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεβρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεαρού ελαφιού· λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
}}
}}