ἤπου: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>conj.</i><br />ou bien, ou peut-être.<br />'''Étymologie:''' ἤ, που. | |btext=<i>conj.</i><br />ou bien, ou peut-être.<br />'''Étymologie:''' ἤ, που. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἦπου]] και ἦ που (Α)<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν [[ὅστις]] ἔφασκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ερωτήσεις με δισταγμό) [[αλήθεια]]; [[είναι]] δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων [[εὐδείελος]], ἠέ τις [[ἀκτή]] [...] ἠπείροιο;», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.
Greek Monolingual
ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).