ἐπαιτιάομαι: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ιῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐπαιτιάσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπῃτιασάμην]];<br /><b>1</b> se plaindre de : τινά τινι, <i>plus souv.</i> τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν [[τι]] SOPH qqn de faire qch;<br /><b>2</b> donner un motif : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτιάομαι]].
|btext=-ιῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐπαιτιάσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπῃτιασάμην]];<br /><b>1</b> se plaindre de : τινά τινι, <i>plus souv.</i> τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν [[τι]] SOPH qqn de faire qch;<br /><b>2</b> donner un motif : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτιάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαιτιάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], Ιων. <i>-ήσομαι</i>· αποθ., [[αποδίδω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], [[κατηγορώ]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπ. τινά τινος</i>, [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Θουκ., Δημ.· με απαρ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι κάνει [[κάτι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]] την [[ευθύνη]] πάνω σε, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}