3,273,153
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; [[μήπως]] αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· [[ὡσαύτως]], κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μείζονα ἐπαιτιώμενος, φέρων βαρυτέρας κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίας ἐπ. Πλάτ. Φαίδων 98Β· τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, μετ’ ἀπαρ., παραπονοῦμαι διὰ τοῦτο ὅτι δηλ..., ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 497Β: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλ. αἰτιατ., ἃ ἐπαιτῶμαι ταύτην, δι’ ἃ κατηγορῶ αὐτήν, Ἀντιφῶν 112. 29. | |lstext='''ἐπαιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἰων. -ήσομαι: Ἀποθ.: - αἰτιῶμαί τινι ἐπί τινι, οὐκ ἔχειν δὲ ὅν τινα ἐπαιτιᾶται Ἡρόδ. 2. 121, 2, καὶ Ἀττ.· θεὸν ἐπ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293· ἐπ. τινά τινος Θουκ. 6. 28, Δημ. 552. 1· κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς (διάφ. γρ. συμφορᾶς) ἐπαιτιᾷ; [[μήπως]] αἰτιᾶσαι καὶ ἐμὲ ἐν μέρει, διὰ τὰς συμφοράς σου; Αἰσχύλ. Πρ. 974· [[ὡσαύτως]], κείνην ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου Σοφ. Ἀντ. 490: - μετ’ ἀπαρ., ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν ὁ αὐτὸς ἐν Ο. Τ. 645· ὅν... με... τρέφειν μιάστορα ἐπῃτιάσω ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 604· Αἴσωπον... ἐπῃτιῶντο κλέψαι, κατηγόρουν ὅτι ἔκλεψεν, Ἀριστοφ. Σφ. 1447, κτλ.· οὕτω, ἐπαιτ. τινὰ ὅτι... Ἡρόδ. 6. 30, Θουκ. 2. 7., 5. 16: - μετ’ αἰτ. πράγμ., τήν τε ἰδίαν ξυμφορὰν τῆς φυγῆς ἐπῃτιάσατο καὶ ἀνωλοφύρατο, «προσεκλαύθη διὰ τὴν ἐξορίαν του παραπονούμενος» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 8. 81· τὸ [[μῆκος]] τῆς πορείας Πλάτ. Ἐπιστ. 329Α· ἀλλὰ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μείζονα ἐπαιτιώμενος, φέρων βαρυτέρας κατηγορίας, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίας ἐπ. Πλάτ. Φαίδων 98Β· τοῦτο ἐπαιτιῶμαι, μετ’ ἀπαρ., παραπονοῦμαι διὰ τοῦτο ὅτι δηλ..., ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 497Β: - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] διπλ. αἰτιατ., ἃ ἐπαιτῶμαι ταύτην, δι’ ἃ κατηγορῶ αὐτήν, Ἀντιφῶν 112. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ιῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐπαιτιάσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπῃτιασάμην]];<br /><b>1</b> se plaindre de : τινά τινι, <i>plus souv.</i> τινά τινος accuser qqn de qch ; τινα δρᾶν [[τι]] SOPH qqn de faire qch;<br /><b>2</b> donner un motif : αἰτίας ἐπαιτιᾶσθαι PLAT alléguer des causes ; prétexter : [[τι]] qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτιάομαι]]. | |||
}} | }} |