εὐδοκιμέω: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὐδοκίμουν, <i>f.</i> εὐδοκιμήσω, <i>ao.</i> ηὐδοκίμησα, <i>pf.</i> ηὐδοκίμηκα;<br />être estimé, honoré, avoir bon renom ; <i>en parl. de choses</i> être estimé, être apprécié.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδόκιμος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὐδοκίμουν, <i>f.</i> εὐδοκιμήσω, <i>ao.</i> ηὐδοκίμησα, <i>pf.</i> ηὐδοκίμηκα;<br />être estimé, honoré, avoir bon renom ; <i>en parl. de choses</i> être estimé, être apprécié.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδόκιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐδοκῐμέω:''' παρατ. <i>ηὐδοκίμουν</i>, αόρ. αʹ <i>ηὐδοκίμησα</i>, παρακ. <i>ηὐδοκίμηκα</i>· η [[αύξηση]] παραλείπεται στην Ιων. ([[εὐδόκιμος]])· έχω [[καλή]] [[φήμη]], τιμώμαι, εκτιμώμαι, είμαι [[ξακουστός]], είμαι [[δημοφιλής]], σε Θέογν., Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>εὐδ. ἔν τινι</i>, διακρίνομαι, [[ξεχωρίζω]] σε [[κάτι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐπίτινι</i>, σε Πλάτ.· <i>εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ</i>, έχω [[επιρροή]] σε αυτόν, σε Ηρόδ.
}}
}}