κλιτύς: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />pente, penchant, colline.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />pente, penchant, colline.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κλιτύς]], -ύος)<br /><b>βλ.</b> <i>κλε</i>(<i>ι</i>)<i>τύς</i>.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1455] ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνθία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κλῑτύς: -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· (κλίνω)· ― κατωφέρεια, πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν ὑπὲρ κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ἀττ..

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
pente, penchant, colline.
Étymologie: κλίνω.

Greek Monolingual

η (AM κλιτύς, -ύος)
βλ. κλε(ι)τύς.