προσκοτόω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />obscurcir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοτόω]].
|btext=-ῶ :<br />obscurcir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοτόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκοτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σκοτεινιάζω]] από [[πριν]] ή [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] με σύννεφα, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 770] vorher verdunkeln, verfinstern, Pol. 1, 48, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir auparavant.
Étymologie: πρό, σκοτόω.

Greek Monotonic

προσκοτόω: μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με σύννεφα, σε Πολύβ.