καταστεφής: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(7) |
(6_7) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katastefh/s | |Beta Code=katastefh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">crowned</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>178</span>, <span class="bibl">A.R.3.220</span>, etc.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">crowned</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>178</span>, <span class="bibl">A.R.3.220</span>, etc.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταστεφής''': -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.
Greek (Liddell-Scott)
καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.