πάγεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[πήγνῦμι]].
|auten=see [[πήγνῦμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάγεν:''' Επικ. αντί <i>ἐπάγησαν</i>, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

πάγεν: γ΄ πληθ. τοῦ παθ. ἀορ. β΄ τοῦ πήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de πήγνυμι.

English (Autenrieth)

see πήγνῦμι.

Greek Monotonic

πάγεν: Επικ. αντί ἐπάγησαν, γʹ πληθ. μτχ. αορ. βʹ του πήγνυμι.