μαχατάς: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(SL_2)
(24)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μαχατάς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[warrior]] καὶ μὰν ἁ [[Σαλαμίς]] γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν [[δυνατός]] (N. 2.13) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον (I. 7.31)
|sltr=<b>μαχατάς</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[warrior]] καὶ μὰν ἁ [[Σαλαμίς]] γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν [[δυνατός]] (N. 2.13) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον (I. 7.31)
}}
{{grml
|mltxt=[[μαχατάς]], ὁ (Α)<br />(δωρ.τ.) <b>βλ.</b> [[μαχητής]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

English (Slater)

μαχατάς
   1 warrior καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.13) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον (I. 7.31)

Greek Monolingual

μαχατάς, ὁ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μαχητής.